εξευρωπαΐζω

εξευρωπαΐζω
εξευρωπάισα, εξευρωπαΐστηκα, εξευρωπαϊσμένος, μτβ.
1. (για πρόσωπα), κάνω κάποιον Ευρωπαίο, του κάνω κτήμα τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
2. (για πρόσωπα), ανθρωπεύω, εκπολιτίζω, κάνω κάποιον πολιτισμένο (περισσότερο από όσο ήταν).
3. (για πράγματα), δίνω σε κάτι τον τύπο (εμφάνιση) του ευρωπαϊκού, το κάνω να φαίνεται ευρωπαϊκό, εκπολιτίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξευρωπαΐζω — εξευρωπαΐζω, εξευρωπάισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξευρωπαΐζω — [ευρωπαΐζω] καθιστώ κάποιον Ευρωπαίο ή κάτι ευρωπαϊκό, τόν εντάσσω στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και πολιτισμό …   Dictionary of Greek

  • εξευρωπαϊσμός — ο [εξευρωπαΐζω] το να καταστεί κάποιος Ευρωπαίος, να ενταχθεί στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής …   Dictionary of Greek

  • εξευρωπαϊσμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξευρωπαΐζω (βλ. λ.), ο εκπολιτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”