- εξευρωπαΐζω
- εξευρωπάισα, εξευρωπαΐστηκα, εξευρωπαϊσμένος, μτβ.1. (για πρόσωπα), κάνω κάποιον Ευρωπαίο, του κάνω κτήμα τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.2. (για πρόσωπα), ανθρωπεύω, εκπολιτίζω, κάνω κάποιον πολιτισμένο (περισσότερο από όσο ήταν).3. (για πράγματα), δίνω σε κάτι τον τύπο (εμφάνιση) του ευρωπαϊκού, το κάνω να φαίνεται ευρωπαϊκό, εκπολιτίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.